- οίηση
- η (Α οἴησις)έπαρση, αλαζονείααρχ.1. γνώμη, ιδέα που έχει κανείς σχετικά με ένα ζήτημα2. εσφαλμένη γνώμη ή αβέβαιη και ασαφής αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- τού παθ. αορ. οἰήθην τού οἴομαι* + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οίηση — η το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, έπαρση, ματαιοδοξία, αλαζονεία, φούσκωμα, καμάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰήσῃ — οἰήσηι , οἴησις opinion fem dat sg (epic) οἴομαι forebode fut ind mid 2nd sg οἰάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) οἰάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) οἰάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰήσηι — οἴησις opinion fem dat sg (epic) οἰήσῃ , οἴομαι forebode fut ind mid 2nd sg οἰήσῃ , οἰάω aor subj mid 2nd sg (attic ionic) οἰήσῃ , οἰάω aor subj act 3rd sg (attic ionic) οἰήσῃ , οἰάω fut ind mid 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαζονεία — η (Α ἀλαζονεία) [ἀλαζονεύομαι] περιφρονητική προς τους άλλους υπερηφάνεια, έπαρση, οίηση, υπεροψία αρχ. φρ. ἀλαζονεία χορδῶν υπέρμετρη ετοιμότητα τών χορδών για την παραγωγή ήχου (ή αδυναμία στο να δώσουν τον κατάλληλο ήχο) … Dictionary of Greek
κατοίομαι — (Α) έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»] … Dictionary of Greek
ξυπασιά — η [ξυπάζω] έπαρση, κομπασμός, μεγαλαυχια, οίηση … Dictionary of Greek
οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία … Dictionary of Greek
ολβιότυφος — ὀλβιότυφος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρχύτα) ο μακάριος στην οίηση και στην αλαζονεία του, ο ευτυχισμένος σύμφωνα με τη δική του γνώμη, αυτός που με την έπαρσή του νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τῦφος… … Dictionary of Greek
υπεροψία — η / ὑπεροψία, ΝΜΑ [ὑπέροπτος (Ι)] η ιδιότητα τού υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.) αρχ. 1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.) 2. (με θετ.… … Dictionary of Greek
Λουκιανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο μάρτυρας. Μαρτύρησε επί Λικινίου (307 323), με ξίφος, στην πόλη των Τομέων της Σκυθίας μαζί με τον Ζωτικό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Λ. ο μάρτυρας. Ήταν πρεσβύτερος στην… … Dictionary of Greek